ανεπίβλεπτος

ανεπίβλεπτος
-η, -ο
ο χωρίς επίβλεψη, παρακολούθηση: Ουσιαστικά είχαν αφήσει τα παιδιά τους ανεπίβλεπτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανεπίβλεπτος — η, ο αυτός στον οποίο δεν ασκείται επίβλεψη, παρακολούθηση ή φρούρηση …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • ανεπιτήρητος — η, ο επίρρ. α ανεπίβλεπτος: Καμιά περιοχή στα σύνορα δεν είναι ανεπιτήρητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”